- θερμοχημεία
- η термохимия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θερμοχημεία — η κλάδος τής χημείας που ερευνά τα θερμικά φαινόμενα τα οποία συνοδεύουν τις χημικές αντιδράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermochimie < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + chimie (πρβλ. χημεία)] … Dictionary of Greek
Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… … Dictionary of Greek
Μπερτελό, Πιερ Εζέν Μαρσελέν — (Pierre Eugene Marcelain Bertelot, Παρίσι 1827 – 1907). Γάλλος χημικός. Το 1859 κατέλαβε την έδρα της οργανικής χημείας στη φαρμακευτική σχολή και το 1864 την έδρα της οργανικής χημείας στο Κολέγιο της Γαλλίας. Το 1901 έγινε μέλος της Γαλλικής… … Dictionary of Greek
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek
θερμίδα — Μονάδα ποσότητας θερμότητας (σύμβολο cal) που καθιερώθηκε πριν γίνει αντιληπτό από τους επιστήμονες ότι η θερμότητα είναι μια μορφή ενέργειας. Τότε όριζαν τη θερμότητα με βάση τις μεταβολές που αυτή προκαλούσε στη θερμοκρασία κάποιου σώματος.… … Dictionary of Greek
Ες, Γκερμάν Ανρί — (Henri German Hess, Γενεύη 1802 – Πετρούπολη 1850). Ρώσος χημικός, ελβετικής καταγωγής. Δίδαξε χημεία στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Έγινε γνωστός κυρίως για τις εργασίες του στη θερμοχημεία, που οδήγησαν στον νόμο που φέρει το όνομά του: «Η… … Dictionary of Greek